- πυραμητός
- πῡρᾱμητός, ὁ, ([etym.] πυρός, ἀμητός)A the time of the wheat-harvest, Arist. HA571a26, Thphr.HP7.6.2,9.9.2, Damocr. ap. Gal.14.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυραμητός — ὁ, Α 1. η εποχή τού θερισμού τού σίτου 2. ο θερισμός τού σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + ἀμητός/ ἄμητος «ο καιρός τού θερισμού» (< ἀμῶ «θερίζω»)] … Dictionary of Greek
πυραμητῷ — πυραμητός the time of the wheat harvest masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραμητόν — πυραμητός the time of the wheat harvest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)